φαφούτης

φαφούτης
ο
θηλ. και -ισσα αυτός που δεν έχει δόντια, ο ξεδοντιάρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαφούτης — α, ικο, θηλ. και ισσα, Ν αυτός που τού έχουν πέσει τα δόντια, που δεν έχει δόντια, ξεδοντιάρης, κουτσοδόντης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ. από τον. ήχο που παράγεται όταν μιλά κάποιος που δεν έχει δόντια] …   Dictionary of Greek

  • φαφουτιάζω — Ν [φαφούτης] γίνομαι φαφούτης …   Dictionary of Greek

  • φαφούτικος — η, ο, Ν [φαφούτης] φαφούτης …   Dictionary of Greek

  • ανόδους — (anodus). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των σταφυλινιδών. Ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 2 εκ. * * * ουν (Α ἀνόδους) ο δίχως δόντια, ο φαφούτης νεοελλ. Βοτ. βλ. ανόδα …   Dictionary of Greek

  • νωδογέρων — νωδογέρων, οντος, ὁ (Α) γέροντας χωρίς δόντια, γεροφαφούτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νωδός «φαφούτης» + γέρων] …   Dictionary of Greek

  • νωδός — ή, ό (Α νωδός, ή, όν) αυτός που δεν έχει δόντια, φαφούτης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νωδά τάξη θηλαστικών στην οποία ανήκουν 31 ζώντα είδη και 8 εξαφανισμένες οικογένειες αρχ. μτφ. αμβλύς («ἐπιθυμίας ἐπημβλυμμένος καὶ νωδάς», Πλούτ.).… …   Dictionary of Greek

  • ξεδοντιάρης — α, ικο, θηλ. και ξεδοντού αυτός που δεν έχει καθόλου ή εν μέρει δόντια, φαφούτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεδοντιάζω + κατάλ. άρης (πρβλ. αναστεν άρης)] …   Dictionary of Greek

  • φαφουτιαίνω — Ν [φαφούτης] φαφουτιάζω …   Dictionary of Greek

  • φαφουτιάζω — και φαφουτιαίνω φαφούτιασα, αμτβ., γίνομαι φαφούτης (βλ. λ.), χάνω τα δόντια μου, ξεδοντιάζομαι: Ο παππούς φαφούτιασε και φοράει μασέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”